- μαγκουροφόρος
- ο1) человек с посохом; 2) хулиган, молодчик с дубинкой, с палкой; 3) приспешник (какого-л. политического деятеля)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαγκουροφόρος — ο 1. αυτός που κρατά μαγκούρα, οπλισμένος με μαγκούρα 2. συνεκδ. σωματοφύλακας, μπράβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγκούρα + φόρος (< φέρω)] … Dictionary of Greek
σκυταληφόρος — ον, Α αυτός που έφερε σκυτάλη ως όπλο, μαγκουροφόρος («γυσκυταληφόρος μνῆται δὲ καὶ δερματοφόροι καὶ σκυταληφόροι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκυτάλη + φόρος*. Το η τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek